Ιστορία της Περιοχής

Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς

Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις.

Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη

Ονομασία

Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι.

Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.

Μετονομασία

Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα.

Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια ,μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα. Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη

Πολιτισμική ταυτότητα

Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.
Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.

Η Εκκλησία και οι ναοί της Κοκκινιάς

Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο πρώτος ναός που ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Οι πρόσφυγες συγχρόνως με την τακτοποίησή τους στα παραπήγματα φρόντισαν να λειτουργήσουν σε αντίσκηνο και το ναό τους. Έτσι, έστησαν στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Αγ. Νικολάου το αντίσκηνο που τους πρόσφερε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Πριν ακόμη από την επίσημη ίδρυση του συνοικισμού, μέχρι τα τέλη του 1922, χάρη στην προσωπική εργασία και τις συνδρομές από το υστέρημα των προσφύγων, κατασκευάσθηκε το ξύλινο παράπηγμα, το οποίο τοποθετήθηκε στη θέση του σημερινού ναού. Αυτήν την παράγκα αντικατέστησε το 1923 ο πρώτος ναός, που θεμελιώθηκε από τον Αρχιερατικό Επίτροπο Ν. Κοκκινιάς, τον Σεβάσμιο Γερβάσιο.

Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε ο Ιερός Ναός της Οσίας Ξένης, ο οποίος λειτούργησε σ’ ένα κοινό πλυσταριό από το 1922. Σε ξύλινο παράπηγμα λειτούργησε το 1923 κι ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου, στα βορειοδυτικά της πόλης. Πλήθος άλλων εκκλησιών ακολούθησαν, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Τριάδα, η Ευαγγελίστρια, κ.λ.π.

H μάχη της Κοκκινιάς  (4-8 Μάρτη 1944)

Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.

Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.

Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944 η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

Μπλόκο της Κοκκινιάς

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς έχει μείνει στην ιστορία ως τραγωδία για την Νίκαια, κατά την οποία διεξήχθησαν ομαδικές σφαγές στην περιοχή από τα κατοχικά στρατεύματα των Γερμανών. Γύρω στις 3 τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου 1944, δεκάδες μηχανοκίνητα και πεζοπόρα τμήματα του Γερμανικού στρατού μαζί με Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες εισέβαλαν στην Νίκαια και την περικύκλωσαν.

Τις πρώτες πρωινές ώρες, οι ταγματασφαλίτες απαίτησαν από τους άνδρες ηλικίας 16-40 ετών να εμφανιστούν στην κεντρική πλατεία (πλατεία Οσίας Ξένης) προκειμένου να ελεγχθούν. Τότε οι Γερμανοί εισέβαλαν στα σπίτια και όσους εντόπιζαν στα σπίτια τους ή στις γύρω γειτονιές, τους εκτελούσαν επί τόπου. Έπειτα από μερικές ώρες περίπου 20.000 Νικαιώτες βρίσκονταν στην πλατεία και εκεί ξεκίνησαν οι δωσίλογοι (φορώντας κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται) να υποδεικνύουν στους Ναζί τους Έλληνες πατριώτες. Αυτοί οδηγούνταν στην Μάντρα της Νίκαιας (μερικά στενά μακριά από την πλατεία) με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστές και εκτελούνταν ομαδικά. Ταυτόχρονα με τις ομαδικές εκτελέσεις, οι Γερμανοί λεηλάτησαν και έκαψαν δεκάδες σπίτια. Στο τέλος της ημέρας χιλιάδες πτώματα μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Γ' Νεκροταφείο Νικαίας, ενώ περίπου 8.000 Κοκκινιώτες οδηγήθηκαν ως όμηροι στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Ακολουθούν αποσπάσματα της ιστορίας της πόλης μας μέσα από φωτογραφικά ντοκουμέντα: