Τέλη της δεκαετίας του 1950.  Σε μιαν αυλή, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, συνυπάρχουν οι ψυχές και οι ιστορίες των ανθρώπων που κατοικούν εκεί και συνθέτουν ένα χαρακτηριστικό ψηφιδωτό της λαϊκής κοινωνίας της εποχής. Με διαφορετικές καταβολές αλλά συνδετικό στοιχείο την αγωνία για επιβίωση και καλύτερη ζωή, τα πρόσωπα εκφράζουν και ζουν τις χαρές και τις λύπες τους, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους. Εκεί διασταυρώνονται ένας γέρος πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία που φορτωμένος τα στρώματά του σκαρφαλώνει στο ταρατσάκι του, η γυναίκα του που με μια φέτα ψωμί στο χέρι καλεί τον χαμένο εγγονό της, μια χήρα που σιγοτραγουδά τη «Ραμόνα», ένας ονειροπόλος,  ένα αντρόγυνο που άλλοτε χαϊδολογιέται και άλλοτε μαλλιοτραβιέται ενώ σχεδιάζει να φύγει στην Αυστραλία, μια συνοικιακή καλλονή που ελπίζει να γίνει σταρ του σινεμά, ένας «μοιραίος» υδραυλικός. Σε αυτόν τον μικρό χώρο κατοικεί ολόκληρη η Ελλάδα. Αυτή η υποχρεωτική συμβίωση γεννά όλες τις προβληματικές μορφές μιας μικροκοινωνίας, όπου ο καθένας μοιράζεται, θέλοντας και μη, τον προσωπικό του χώρο και κόσμο. Την ίδια στιγμή όμως διατηρεί ζωντανή την επικοινωνία, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά, στοιχεία που πρόκειται πολύ σύντομα να ισοπεδωθούν με τη βίαιη άφιξη του καινούριου αστικού κόσμου της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας. Λίγο πριν καταρρεύσει το οικοδόμημα, μια ερώτηση αναδύεται: τι βιώνουμε, τελικά, ένα μίζερο αδιέξοδο ή ένα θαύμα;

«Η Αυλή των θαυμάτων βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι», σημειώνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, στην πρώτη ιστορική παρουσίαση του έργου το 1957, από τo Θέατρο Τέχνης.

Δείτε το πρόγραμμα της παράστασης.