Η Λυσιστράτη δεν είναι απλώς μία από τις δύο σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη που πήρε το όνομά της από την πρωταγωνίστρια, αλλά, σε αντίθεση με μια άλλη (τον Πλούτο), η Λυσιστράτη έχει το όνομα ενός καθημερινού ανθρώπινου χαρακτήρα, όχι θεού και, μάλιστα, το όνομα γυναίκας. Αυτός ο πρωτοφανής τίτλος, υιοθετήθηκε πιθανότατα επειδή η Λυσιστράτη ήταν, όπως φαίνεται. η πρώτη ηρωίδα σε ολόκληρη την Παλαιά κωμωδία. Όσο για τις Εκκλησιάζουσες, ο ισχυρισμός της πρωταγωνίστριας ηρωίδας (στ. 580-5) ότι παρουσιάζει μια πλοκή καινούρια για την κωμωδία, μοιάζει επίσης να είναι δικαιολογημένος. Επομένως, δεν είναι απλώς η εξέχουσα θέση αυτών των γυναικών του Αριστοφάνη που απαιτεί την προσοχή μας, αλλά και το καινοφανές της εξέχουσας θέσης τους. [...] Οι Αθηναίες παρέμεναν, νομικά μιλώντας, άτομα ανήλικα σε όλη τους τη ζωή. Επομένως, δεν μετρούσαν ως πολίτες, αλλά ως θυγατέρες, σύζυγοι, κ.λπ. (αντρών) πολιτών. Αυτό το μειονέκτημα τις παρέλυε πολιτικά: δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους στο δικαστήριο. Όμως, είχαν και την ανταμοιβή τους. [...]

Σε ένα τέτοιο αυστηρά συντηρητικό πλαίσιο, μια Αθηναία σύζυγος, θυγατέρα δηλαδή ενός νομίμως παντρεμένου ζεύγους Αθηναίων, ήταν σε σαφώς καλύτερη θέσης από όλες τις άλλες γυναίκες της Αθήνας και της Αττικής, ελεύθερες ή δούλες. [...] Αυτή η βασική ισότητα της νομιμοποιητικής και αναπαραγωγικής λειτουργίας, που ήταν κοινή για όλες τις παντρεμένες Αθηναίες (και σχεδόν όλες οι γυναίκες παντρεύονταν: γυνή, εκτός από «γυναίκα» σήμαινε και «σύζυγος»), εκφράζονταν τελετουργικά -και με όλη τη συνήθη ασάφεια- στον τομέα της θρησκείας.

Η Ακρόπολη ήταν ένας αποκλειστικά ιερός χώρος. [...] Ή Ακρόπολη ήταν ο μόνος δημόσιος χώρος, όπου ήταν απολύτως φυσικό και καθόλου παράξενο να δραστηριοποιούνται συλλογικά μεγάλοι αριθμοί Αθηναίων γυναικών, μπροστά στα μάτια αντρών με τους οποίους δεν είχαν καμία συγγένεια. Από 'δω η σεξουαλικά αμφίσημη Αθηνά, μια αιώνια παρθένα, γεννημένη από το κεφάλι του πατέρα της, ασκούσε την εξουσία της ως πολιούχος της Αθήνας με διάφορα προσωπεία (Πολιάς, προστάτιδα της πόλης δηλαδή, Παρθένος και Νίκη), με τη βοήθεια των πολλών ιερειών της .Τι θα μπορούσε λοιπόν να είναι πιο «φυσικό» για τις Αθηναίες που, επιδιώκοντας να επιταχύνουν το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, πολιόρκησαν, κατέλαβαν την Ακρόπολη, κάτω από το πρόσταγμα κάποιας Λυσιστράτης (σημαίνει «αυτή που διαλύει τους στρατούς») ,της οποίας το όνομα είναι κυριολεκτική «μετάφραση» του ονόματος της πραγματικής ιέρειας της Πολιάδος Αθηνάς, της Λυσιμάχης; Και από την άλλη, τι θα ήταν πιο αφύσικο από αυτή τη γυναικεία εισβολή στις αποκλειστικά αντρικές σφαίρες του πολέμου και της σύναψης ειρήνης; Ακριβώς σε αυτό το είδος της παράλληλης παράθεσης του εμφανώς καθημερινού με το φανταστικά παράλογο είναι που βρίσκονται οι ρίζες του χιούμορ στη Λυσιστράτη. Ή κατάληψη της Ακρόπολης, πάντως, δεν ήταν παρά το επιφανειακό και ορατό σημάδι μια ιδιωτικής και οικιακής εξέγερσης εναντίον των παραδοσιακών αντρικών προνομίων. [...]

Οι πραγματικές παντρεμένες Ελληνίδες γυναίκες από διαφορετικές πόλεις, δεν είχαν σχεδόν ποτέ την ευκαιρία να συναντηθούν, ακόμη και σε καιρό ειρήνης. Το 411π.Χ. όταν τα εδάφη της Αττικής ήταν μονίμως υπό την κατοχή μιας σπαρτιατικής φρουράς, η μυστική συνάντηση μιας διαπολιτειακής συνέλευσης γυναικών, ήταν αδιανόητη. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την πρακτική των σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα στους Έλληνες συζύγους με τις γυναίκες τους μέσα στην ιδιωτική σφαίρα του σπιτιού τους αλλά δεδομένης της ελεύθερης, νόμιμης και συμβατικά αποδέκτης διαθεσιμότητας, τόσο του ετερόφυλου όσο και του ομοφυλοφιλικού σεξ έξω από τον γάμο για τους Έλληνες άντρες, θα ήταν παράξενο να μην κρατούσαν και να μην έπαιρναν την πρωτοβουλία στις ενδοοικογενειακές σεξουαλικές σχέσεις. Επομένως το να αποφασίσουν οι γυναίκες να απέχουν επ' αόριστο από τους άνδρες τους στο εσωτερικό του σπιτιού τους (και όχι κατά τη διάρκεια των τακτικών και προσωρινών τελετουργικών αποχών που υπήρχαν κατά τη διάρκεια των εορτών γονιμότητας, όπως τα Θεσμοφόρια), ήταν σαν να γύριζε ο κόσμος ανάποδα.

Paul Cartledge, ο Αριστοφάνης και το θέατρο του παραλόγου, Ενάλιος, Αθήνα 2006

Μετάφραση: Λένα Ταχματζίδου

 

Μουσική:

Σταμάτης Κραουνάκης

Στίχοι:

Λίνα Νικολάκοπούλου

Θίασος:

Μαριάννα Λεμπέση, Γιώργος Μηλιώνης, Αιλιάνα Μαρκάκη, Πέννυ Δαρζέντα, Αναστασία Λουρίδα, Χρήστος Φάβιος, Στέλιος Πόλκας, Βασίλης Μηλιώνης, Νεκταρήλια Τσομπάνογλου, Νικολέτα Σαφράνογλου, Ελισάβετ Μπίρμπου, Δήμητρα Χάνα, Δημήτρης Καλογερόγιαννης, Ιωάννα Κρητούλη, Δημήτρης Ανδρεσάκης, Αγγελική Βασάλου, Μιχάλης Μανδαμαδιώτης, Γαβριήλ Κόκκινος, Ευαγγελία Σκλαβενίτη

Μουσικοί:

Βάιος Πράπας - Τύμπανα, κιθάρα, μπουζούκι, πλήκτρα

Τάσος Αρβανιτίδης - Πιάνο

Φώτης Κορομηλάς - Μπουζούκι

Γιώργος Τουρνάς - Μπάσο

Γιώργος Παπαδημητρίου - Κιθάρα

Συντελεστές παράστασης:

Μαίρη Αδαμοπούλου, Κίκα Χαραλαμπίδου, Νίκος Πάππας, Σπύρος Χαρισιάδης, Κώστας Χάνας, Βάιος Πράπας, Λιάνα Κεραμιδά, Γιώργος Βουρδαμής, Βασίλης Μηλιώνης, Νεκταρήλια Τσομπάνογλου, Άρης Κασαπίδης, Μάριος Λύσανδρος, Φώτης Κορομηλάς

Ευχαριστούμε πολύ:

Την Μαίρη Τσακιρίδου για την αμέριστη βοήθειά της, ως μοναδική και παντοτινή μοδίστρα μας.

Την Ελένη Αραποστάθη και την Νεφέλη Ανανιάδη για την βοήθειά τους στα σκηνικά/κουστούμια και στις χορογραφίες αντίστοιχα.

Την Βίκυ Αλεξανδρινού και την Ελένη Κολοκυθά που πάντα μας ανοίγουν τις βαλίτσες και τις ντουλάπες τους.

Τον Πέτρο Σεβαστίκογλου για το μοντάζ των βίντεο.

Την Μάρθα Φριντζήλα και το Baumstrasse που μας άνοιξαν το βεστιάριο τους.

Το Δήμο Νίκαιας-Α.Ι. Ρέντη για τη στήριξή του.

Δείτε το Πρόγραμμα της παράστασης.