Γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο χειμώνα 1595-1596, δηλαδή λίγο πριν ή αμέσως μετά το Ρωμαίος και Ιουλιέττα (οι περισσότεροι κλίνουν προς τη δεύτερη εκδοχή), το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας είναι αναμφίβολα το κορυφαίο δημιούργημα της πρώτης περιόδου του Σαίξπηρ και ένα από τα αρτιότερα του σαιξπηρικού κανόνα συνολικά. Ελάχιστα έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, ακόμη και του ίδιου του Σαίξπηρ, μπορούν να σταθούν δίπλα στο Όνειρο και να το συναγωνιστούν στην τελειότητα της κατασκευής του, την πρωτοτυπία του, τη δραματουργική ευφυΐα και την ευρηματικότητά του. Λίγα επίσης ποιητικά κείμενα έκτοτε μπόρεσαν να αρθούν στο ύψος του Ονείρου ή να επαναλάβουν τις ποιητικές τονικότητες που επινοεί. Και ελάχιστα έργα κατόρθωσαν να αναμείξουν και να συνδυάσουν τόσο πολλά και παράταιρα υλικά σε ένα αρραγές σύνολο χωρίς ψεγάδι, να καθυποτάξουν τόσες ασυμφωνίες σε μια σύνθετη αρμονική κλίμακα [...]

Τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι, που αποτελούν τέσσερα διακριτά πεδία αναφοράς, συμπλέκονται στο Όνειρο: ο κόσμος της αρχαίας μυθολογίας (Θησέας και Ιππολύτη)· ο κόσμος των τεσσάρων εραστών, που μολονότι χαρακτηριστικά αναγεννησιακός στους τρόπους και τα ήθη της ερωτικής επικοινωνίας, παρουσιάζεται άχρονος και καθολικός· ο κόσμος των ξωτικών, όπως αναδύεται από τη μεσαιωνική καταγωγή του και τις λαϊκές παραδόσεις της αγγλικής υπαίθρου· και ο κόσμος των μαστόρων, η ελισαβετιανή κοινωνία των τεχνιτών της επαρχίας, όπως θα τους είχε γνωρίσει από κοντά ο Σαίξπηρ στο γενέθλιο Στράτφορντ. [...]

Στο Όνειρο οι αλλεπάλληλες μετονομασίες και η ρευστότητα του ερωτικού συντρόφου αποτελούν αφορμή για κωμωδία, όπου το τυχαίο οφείλεται τώρα στη μαγική παρέμβαση υπερφυσικών δυνάμεων και η τραγωδία αποτρέπεται χάρη στη δύναμη της δοξαστικής της παρωδίας από τους μαστόρους. [...] Το Όνειρο είναι μία γιορτινή κωμωδία, με την ευρύτερη ανθρωπολογική αποδοχή της λέξης, ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το θέατρο. [...]

Η σκοτεινή προσέγγιση του έργου προσκρούει όμως και εκεί όπου θα περίμενε κανείς να βρει τα ισχυρότερα επιχειρήματα της: στη δαιμονική πλευρά του δάσους, στον κόσμο της νύχτας, των ξωτικών και των ονειρικών μεταμορφώσεων. Όπως κι αν δούμε τα πράγματα, είναι αδύνατο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι τα Ξωτικά στο ‘Ονειρο δεν είναι ούτε δαιμονικά, ούτε σατανικά, ούτε κακούργα αλλά, με δυο λόγια, αγαθοεργά και φιλάνθρωπα. [..]

Ο μόνος που μπορεί να ερμηνευτεί δισυπόστατος, με δυσοίωνες σκοτεινές πτυχές μέσα στο έργο, είναι ο Πουκ. Μόνο αυτός δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να αρθεί τόσο ψηλά επάνω από τη δράση και την ανθρώπινη κωμωδία ώστε να αναφωνήσει το περίφημο: «Θε μου, τι ανόητοι / που ‘ναι τούτοι οι θνητοί». Εντούτοις, παρά τη μικρή αυτή -αλλά πόσο δικαιολογημένη- αλαζονεία του και παρά το γεγονός ότι διασκεδάζει, όπως ομολογεί ο ίδιος, σπέρνοντας τη σύγχυση, το φόβο και την ταραχή στους ταλαίπωρους και μονίμως πλανημένους θνητούς, η σκοτεινή πλευρά του τελεί υπό τον διαρκή και αδιαμφισβήτητο έλεγχο του Όμπερον. Ό,τι κακό κάνει, το κάνει κατά λάθος. [..]

Το Όνειρο είναι από τα συντομότερα δραματικά έργα του Σαίξπηρ, δεύτερο συντομότερο μετά την Κωμωδία των παρεξηγήσεων. Αριθμεί γύρω στους 2.100 στίχους κειμένου (η αρίθμηση των πεζών στίχων αλλάζει από έκδοση σε έκδοση), από τους οποίους 80% είναι έμμετροι και 20% πεζός λόγος. Το έμμετρο μέρος παρουσιάζει μία εορταστική ποικιλία ανάλογη στο εύρος και τη δράση με το πνεύμα του έργου. … Προσπάθησα, στο μέτρο των δυνάμεών μου, να κρατήσω και να ζωογονήσω τη μετρική ποικιλία του πρωτότυπου, με την απλή σκέψη, για να μην πω πεποίθηση, ότι αποτελεί μέρος της ουσίας και όχι το συμβατικό ένδυμα της. Το ίδιο ισχύει και για την ομοιοκαταληξία, αναπόσπαστο μέρος της στιχουργίας και ζωτικό στοιχείο του παιγνιώδους λυρισμού του Ονείρου. Ο μεταφραστής οφείλει να τη διατηρήσει, όχι μόνο στα τραγούδια και στα λόγια του Πουκ, όπου κρίνεται προσδόκιμη, αλλά και στους διαλόγους των ερωτευμένων: αλλιώς κινδυνεύει να μεταφράσει άλλο έργο.

Διονύσης Καψάλης

Δείτε το Πρόγραμμα της παράστασης.